- πλασάρω
- πλασάρω, πλάσαρα και πλασάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πλασάρω — πλάσαρα (λ. γαλλ.), τοποθετώ, διαθέτω εμπόρευμα στην αγορά: Πλασάρω βιβλία, φάρμακα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… … Dictionary of Greek
πλασάρισμα — το, Ν [πλασάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλασάρω, η διάθεση εμπορικών ή βιομηχανικών προϊόντων στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστές) α) το πλασέ β) κατάληψη ευνοϊκής θέσης στο γήπεδο … Dictionary of Greek